Μια ιστορία για μικρά παιδιά.
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν κίτρινο πλανήτη αρκετά μακρινό, ζούσαν κάποια μικρά ανθρωπάκια δίχως ονόματα συνηθισμένα.
Τα ανθρωπάκια αυτά ήταν ορθογώνια και πράσινα, σχετικά κοντά, στο ύψος ενος παιδιού 7 ετών, με πολύ χοντρά πόδια και χέρια.
Καθένα απο αυτά είχε ένα διαφορετικό όνομα που το έπαιρνε από το πιο σημαντικό του χαρακτηριστικό. Έτσι υπήρχε ο κύριος Γενναιόδωρος, η κυρία Γενναία, ο κύριος Διορατικός, ο κύριος Αισιόδοξος.
Κανένα απο αυτά δεν είχε κάποιο αρνητικό χαρακτηριστικό έτσι η συμβίωση σε αυτόν τον πλανήτη γινόταν χωρίς προβλήματα, μιας και συνεργάζονταν για να ικανοποιούν τις καθημερινές τους ανάγκες.
Κάθε φορά που έπρεπε να κυνηγήσουν η κυρία Γενναία πρωτοστατούσε. Ο κύριος Δημιουργικός ήταν πάντα έτοιμος να ζωγραφίσει χαριτωμένους πίνακες για τα σπιτάκια των υπολοίπων ενώ ο κύριος Μάγειρας ξυπνούσε πάντα πολύ πρωί για να τους ετοιμάζει το φαγητό τους.
Τα πλάσματα αυτά δεν αναπαράγονταν και πέθαιναν μόνο αν κάποιο θηρίο τα έτρωγε. Τότε το ανθρωπάκι εκείνο που βρισκόταν σε πιο κοντινή ακτίνα, με ένα μαγικό τρόπο έπαιρνε το χαρακτηριστικό από το ανθρωπάκι που πέθαινε. Έτσι υπήρχαν σε αυτόν τον πλανήτη και κάποια πλάσματα με διττές ιδιότητες που τα υπόλοιπα τα θεωρούσαν πιο σοφά, μια εξέλιξη του είδους τους.
Μοναδική παραφωνία στη κοινωνία αυτών των πλασμάτων ήταν ένα ανθρωπάκι χωρίς όνομα. Δυστυχώς, δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν κάποια δεξιότητα του με αποτέλεσμα να το έχουν να περιφέρεται όλη μέρα και νύχτα δίχως να συνεισφέρει στην κοινότητα τους.
Το ανθρωπάκι αυτό ένιωθε πολύ δυστυχισμένο. Κάθε πρωί επισκεπτόταν τα σπίτια των υπολοίπων με την ελπίδα πως θα καταφέρει να συνεισφέρει σε κάτι, να τους βοηθήσει, να αντιληφθεί ποιο είναι εκείνο το στοιχείο του που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα.
Περνούσε ώρες προσπαθώντας να ψαρέψει αλλά δεν κατάφερνε να πιάσει ούτε ένα ψάρι. Κάποιες φορές προσπαθούσε να τραγουδήσει αλλα η φωνή του ήταν χειρότερη κι από κορακιού. Δεν είχε καμία δεξιότητα, δεν μπορούσε να παρηγορήσει, φοβόταν, ήταν απαισιόδοξο και δυστυχισμένο.
Γυρνούσε σπίτι του και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να γίνει αρεστό στα υπόλοιπα. Έσπαγε το κεφάλι του να σκεφτεί τι θα μπορούσε να κάνει για να το συμπαθήσουν, πως θα προσφέρει και θα τους γίνει απαραίτητο. Κάθε μέρα ξυπνούσε με ενθουσιασμό και κάθε βράδυ κοιμόταν με απογοήτευση.
Ώσπου μια μέρα μέσα στην τρέλα και τον πανικό του σκέφτηκε πως αφού δεν είχε έμφυτο κάποιο χάρισμα θα μπορούσε να το αποκτήσει τρώγοντας τα άλλα ανθρωπάκια.
Αφού συνέβαινε με τα ζώα, γιατί να μη συμβεί και με τα άλλα πλάσματα του πλανήτη του;
Το επόμενο πρωί κάλεσε στο σπίτι του τον κύριο Καθαρό.
«Προς τι η πρόσκληση;»
«Να έλεγα αν μπορείς να μου καθαρίσεις λίγο το σπίτι μου, γιατί μυρίζει απαίσια κι εμένα με ξέρεις, δεν μπορώ να κάνω τίποτα σωστά!»
«Μα έχουμε συμφωνήσει βάσει προγράμματος πως το δικό σου σπίτι θα το καθαρίσω την επόμενη Πέμπτη στις 18:00 το απόγευμα. Το πλάνο έχει βγει και έχει μοιραστεί σε όλους. Καλύτερα να πηγαίνω»
«Όχι σε παρακαλώ, αφού είναι αχούρι. Λίγο μόνο, μισή ώρα και θα προσπαθήσω να κάνω τα υπόλοιπα μόνος μου»
Ο κύριος Καθαρός τον λυπήθηκε και άρχισε να του ξεσκονίζει τους πίνακες και τα φωτιστικά. Μετά του καθάρισε την κουζίνα και του έπλυνε τα πιάτα.
«Σε παρακαλώ και πίσω από τον καναπέ, έχει τόση σκόνη και καμιά φορά δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω εδώ μέσα…»
Όταν ο κύριος Καθαρός του γύρισε την πλάτη, βρήκε την ευκαιρία να του ρίξει μια στο κεφάλι και να τον αφήσει αναίσθητο. Αμέσως μετά, με ένα πριόνι του διαμέλισε το σώμα μέχρι που στο τέλος το σαλόνι του ήταν γεμάτο με πράσινα μέλη.
Ήλπιζε να έπαιρνε το χαρακτηριστικό του κυρίου Καθαρού χωρίς να χρειαστεί να τον φάει, μόνο σκοτώνοντας τον αλλά μάταια.
Άρπαξε, το αριστερό πόδι και άρχισε να το μασουλάει. Θέλησε πολλές φορές να κάνει εμετό αλλά κατάφερε να φάει τα δυο πόδια και το ένα χέρι.
Την επόμενη ημέρα έφαγε το δεξί χέρι και το σώμα ενώ τη μεθεπόμενη το κεφάλι. Μετά έπεσε σχεδόν λιπόθυμος δίπλα στους λεκέδες αίματος που κάποτε υπήρχε το σώμα του κυρίου Καθαρού.
Ξύπνησε το πρωί ιδιαίτερα ευδιάθετος και κοίταξε γύρω του.
Μα τι αχούρι είναι αυτό, αναφώνησε! Πρέπει να συγυρίσω αμέσως. Άρπαξε τη σκούπα, τη σφουγγαρίστρα, σκάλες, φαράσια, σε μία ώρα είχε μεταμορφώσει το σπίτι του σε ένα ναό καθαριότητας. Και εκεί ήταν που συνειδητοποίησε πως τα είχε τελικά καταφέρει. Το σχέδιο του ήταν σωστό.
Θα μπορούσε τώρα να αποκτήσει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που ζήλευε απλά τρώγοντας τα άλλα ανθρωπάκια.
Επόμενη στη λίστα του ήταν η κυρία Γενναία. Άλλωστε θα έπρεπε να έχει και ένα άλλοθι όταν θα πήγαινε για κυνήγι με τα άλλα ανθρωπάκια και τελικά θα επέστρεφε χωρίς αυτά.
Μια μέρα της πρότεινε να πάνε μαζί να κυνηγήσουν ελάφια. Την έπεισε πως ίσως κρύβει μέσα του έναν καλό κυνηγό και πως αν εκείνη τον βοηθούσε θα μπορούσε να αναπτύξει αυτή του τη δεξιότητα.
Κάπου μέσα στο δάσος, ενώ εκείνη ιχνηλατούσε πήγε από πίσω της και με μια πέτρα τη χτύπησε στο κεφάλι της. Μετά την έσυρε δίπλα σε έναν γκρεμό και την άφησε εκεί να την κατασπαράξουν τα θηρία. Καθόταν σε απόσταση αναπνοής μην τυχόν και χάσει την ικανότητα της. Κάπου στα χαράματα όταν πλέον το ορθογώνιο σώμα της κυρίας Γενναίας είχε καταφαγωθεί από τους λύκους ένιωσε να τον πλημμυρίζει η αίσθηση πως είναι ανίκητος, πως δε φοβάται τίποτα και τότε κατάλαβε πως και πάλι τα είχε καταφέρει.
Γύρισε πίσω στους υπόλοιπους εξηγώντας τους πως η κυρία Γενναία σε μια ηρωική προσπάθεια να τον προστατέψει από τα θηρία θυσίασε τη ζωή της για εκείνον και πως αυτός από εδώ και πέρα θα γινόταν επικεφαλής στο κυνήγι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να γίνει αρεστός στους υπόλοιπους γιατί τους εξασφάλιζε την τροφή τους. Παράλληλα κι εκείνος τρεφόταν από τα χαρακτηριστικά των άλλων.
Είχε καταφέρει μέσα σε ένα χρόνο να ξεπαστρέψει τον κύριο Αστείο, τον κύριο Μάγειρα και την κυρία Αισιόδοξη.
Ήταν ο πιο σημαντικός πλέον στον πλανήτη του. Ήταν παντοδύναμος και τα υπόλοιπα ανθρωπάκια τον σέβονταν.
Μια μέρα εκεί που τριγύριζε στο δάσος, παρατήρησε πως υπήρχε ένα σπιτάκι παρόμοιο με το δικό του. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ένα ανθρωπάκι ίδιο με αυτόν.
«Είμαι ο κύριος Γενναίος, Αστείος, Καθαρός, Αισιόδοξος, Μάγειρας. Μπορώ να περάσω;»
«Μπορείς να περάσεις. Πεινάς; Διψάς; Κρυώνεις; Αν φοβάσαι να επιστρέψεις στο σπίτι σου, κοιμήσου εδώ»
«Μα πως είναι δυνατόν να φοβάμαι. Είμαι ο κύριος Γενναίος! Κι αν χρειαστεί να φάω, μαγειρεύω μόνος μου, είμαι εξαιρετικός μάγειρας, μαγειρεύω για όλη τη φυλή μου»
«Εσύ; Ποιά είσαι;»
«Αν θέλεις ξάπλωσε. Θα πρέπει να κοιμηθώ»
Την επόμενη μέρα το πρωί που ξύπνησε δεν τη βρήκε εκεί. Έψαξε για κάποιο στοιχείο για να βρει πως τη λένε, αλλά τίποτα.
Επέστρεψε στη φυλή του γιατί το πρόγραμμα του ήταν πολύ βαρύ πλέον. Έπρεπε να μαγειρεύει , να κυνηγάει να καθαρίζει, έλεος σκέφτηκε το παράκανα, την κυρία Μαγείρισσα έπρεπε να την έχω αφήσει ζωντανή!
Το βράδυ αποκαμωμένος, ξαναπήγε στο σπίτι στο δάσος.
Την βρήκε πάλι εκεί. Του άνοιξε την πόρτα.
«Είσαι κουρασμένος. Άσε με να σε φροντίσω»
Του έβαλε να φάει και του χάιδεψε τα χέρια. Τον ρώτησε για το κυνήγι του, για τα υπόλοιπα πλάσματα, τον άκουσε να καυχιέται για το τεράστιο αγριογούρουνο που σκότωσε, γέλασε με τα αστεία του.
«Θα πάω να ξαπλώσω και πάλι. Με περιμένει δύσκολη μέρα»
«Περίμενε. Περίμενε. Πες μου ποιο είναι το χαρακτηριστικό σου. Γιατί δε ζεις με εμάς τους υπόλοιπους; Tι είσαι;»
«Καληνύχτα. Θα καταλάβεις»
Κάθε βράδυ πήγαινε να τη βρει και εκείνη ήταν λες και έδιωχνε από πάνω του την κούραση όλης της ημέρας. Δε δυσανασχετούσε ποτέ, τον άκουγε να της μιλά και τον φρόντιζε. Του ψιθύριζε τραγούδια για να τον πάρει ο ύπνος, του χάιδευε τα μαλλιά, του φιλούσε το μέτωπο.
Περνούσαν οι ημέρες, οι μήνες και ο κύριος Γενναίος, Αστείος, Καθαρός, Αισιόδοξος, Μάγειρας περνούσε τις νύχτες του μαζί με το άγνωστο αυτό ανθρωπάκι που τον έκανε να νιώθει τόσο σημαντικός.
«Κοίτα τι σου έφερα από το κυνήγι! Ένα τεράστιο ελάφι. Θα στο μαγειρέψω αύριο το πρωί που θα λείπεις. Θα σου συγυρίσω και το σπίτι. Θέλω να κάνω τόσα για εσένα»
Του χαμογέλασε.
«Δεν πειράζει. Θα τα έχω όλα έτοιμα εγώ»
«Μα πως; Πως μπορείς και έχεις τόσα χαρίσματα; Πως καταφέρνεις και τα κάνεις όλα; Έχεις φάει κι εσύ άλλα πλάσματα;»
«Tι εννοείς κύριε Γενναίε, Αστείε, Καθαρέ, Αισιόδοξε Μάγειρα;»
«Τίποτα δεν εννοώ. Καλύτερα να φύγω»
Έκανε να εμφανιστεί μέρες στο σπίτι της. Φοβόταν πως είχε καταλάβει πως απέκτησε όλα αυτά τα χαρίσματα σκοτώνοντας άλλους. Κι αν τον μαρτυρούσε; Θα τον σκότωναν.
Τον έπιασε πανικός. Έπρεπε να τη σκοτώσει.
«Μα πως; Εκείνη είναι τόσο καλή μαζί μου. Με φροντίζει, μου μιλάει γλυκά, γελάει με τα αστεία μου, ποτέ της δε διαμαρτύρεται. Όχι, δεν μπορώ να τη σκοτώσω…»
Δεν μπορούσε να αφήσει τον φόβο του να νικήσει, μα κι από την άλλη αν εκείνη είχε καταλάβει το μυστικό του και τον πρόδιδε;
Χτύπησε την πόρτα της και εκείνη του άνοιξε. Θέλησε να της μιλήσει για την απουσία του τόσες ημέρες αλλά εκείνη του είπε πως δε χρειάζεται. Τον φρόντισε. Τον έβαλε να ξαπλώσει και μετά πήγε και εκείνη να κοιμηθεί.
Το βράδυ τον ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της.
Αγκάλιασε το ορθογώνιο σώμα της σφιχτά.
«Συγχώρεσε με, αλλά δεν μπορώ να ζω με το φόβο πως κάποτε θα με προδώσεις»
«Ξέρω τι θα μου κάνεις, αλλά δε σου κρατώ κακία»
«Ήξερες πως θα γυρίσω να σε σκοτώσω και μου άνοιξες; Δεν έτρεξες να κρυφτείς, δε θέλησες να με μαρτυρήσεις. Γιατί;»
«Γιατί έτσι είμαι κύριε Γενναίε, Αστείε, Καθαρέ, Αισιόδοξε, Μάγειρα»
Έβαλε τα χέρια του στο λαιμό της και την έσφιξε πολύ δυνατά. Εκείνη σχεδόν παραδομένη ξεψύχησε σχετικά εύκολα.
Έβαλε τα κλάματα, κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ ως τότε.
«Πρέπει να την εξαφανίσω, πρέπει να τη φάω»
Αν και σε κατάσταση αμόκ, σκέφτηκε πως επιτέλους θα μάθαινε το χαρακτηριστικό της.
Πλησίασε το πράσινο σώμα της και άρχισε να το καταβροχθίζει. Τα δάχτυλα της που τον χάιδευαν, τα μάτια της που τον κοιτούσαν με τόση τρυφερότητα, τα χοντρά της πόδια που συνήθιζε να τα βάζει πάνω στα δικά του.
Έφαγε την κυρία Αγάπη.
Δεν ένιωσε όμως τίποτα καλό μέσα του.
The post Γιαλούτουχουμ ( يلتهم ) σημαίνει καταβροχθίζω… appeared first on e-stories by m.e.