Θεωρούσε πολύ μαλακισμένη την ιδέα της να κάτσει μόνη στο σπίτι παραμονή Πρωτοχρονιάς.
Δεν ηταν φαν των μπουζουκιών ή των «χαλαρών» τσιπουροκαταστάσεων παρολα αυτά σκεφτόταν πως τετοιες μέρες οι άνθρωποι επιζητούν ή τουλάχιστον πρέπει να επιζητούν την όποια κοινωνικοποιηση.
Τις γιορτές τις λάτρευε. Τα στολισμένα σπίτια με τα λευκά δέντρα, τα περσινά ξεχαρβαλωμένα φωτάκια που παίζουν το jingle bells που τα ξαναβάζεις και την επόμενη χρονιά, το γεμάτο απο γονείς και παιδιά Σύνταγμα, τα εμπορικά κέντρα που τρέχουν όλοι πανικόβλητοι για να αγοράσουν δώρα της τελευταίας στιγμής, τους τροφαντούς Άγιους Βασίληδες που βγάζουν φωτογραφίες τα πιτσιρίκια.
Γέμισε το ποτήρι της με λίγο Aperol που την είχε μάθει να το πίνει ένας Ιταλός γκόμενος. Ήταν ντυμένη, αν την έβλεπες θα έλεγες πως απο στιγμή σε στιγμή θα χτυπήσει το κουδούνι και θα κατέβει για το ρεβεγιόν. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα με τούλια , ψηλές γόβες και ένα κόκκινο μαντήλι. Είχε βάψει πολύ έντονα τα μάτια της κάτι που γενικά δεν το συνήθιζε.
Το τζάκι δεν ήταν αναμμένο. Στο πατρικό της στο οποίο πλέον έμενε μόνη της αφού η μητέρα της είχε αποφασίσει να αποσυρθεί στη Σκιάθο, συνήθιζαν πάντα να ανάβουν το τζάκι. Το σαλόνι τους ήταν τόπος συνάντησης και ψυχοθεραπείας.Είχε δει πολές φορές τη μάνα της να κάθεται τα βράδια να κλαίει μπροστά στην μισοσβησμένη του φωτιά ή να αποκοιμιέται με την αγαπημένη της φλις κίτρινη κουβέρτα στον μαύρο καναπέ.
Τις Πρωτοχρονιές το τζάκι τους ήταν πάντα αναμμένο κι αυτό όταν ήταν παιδί την εξόργιζε.
Θυμήθηκε μια παραμονή Πρωτοχρονιάς του 90 όταν ήταν ακόμη 9 ετών. Ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της όλο το βράδυ ενώ μέσα στο σπίτι επικρατούσε ενας πανζουρλισμός. Τα ξαδέρφια της τσακώνονταν για την Barbie μπαλαρίνα, ο θείος της ο Γιάννης ο χωρατατζής της οικογένειας γελούσε όλη την ώρα με το εκνευριστικό του γέλιο που αντηχούσε στα 150 τμ του σπιτιού, έντονη μουσική, «καταπληκτικό το γλυκό σου, Αννίτα».
Βγήκε απο το δωμάτιο της, διέσχισε την κουζίνα και τον τεράστιο διάδρομο που οδηγούσε στο σαλόνι και πήγε και στάθηκε μπροστά απο το τζάκι.
«Και τώρα που το τζάκι είναι αναμμένο, πως θα καταφέρει να κατέβει ο μπαμπάς να μας φέρει τα δώρα μας;»
Δε θα ξεχνούσε ποτέ ολα αυτά τα ζευγάρια μάτια που είχαν καρφωθεί πάνω της και την κοιτούσαν με ένα κράμα συμπόνοιας και οίκτου.
Της είχαν εξηγήσει πως ο μπαμπάς και η μαμά είχαν χωρίσει και πως την αγαπάει αλλα δεν μπορεί να έρθει κοντά της. Στην ερώτηση γιατί, δεν έπαιρνε ποτέ απάντηση αλλα μια ενοχλητική σιωπή απο τη μητέρα της που την ακολουθούσε ενα βουρκωμένο βλέμμα και γέμισμα του ποτηριού της με αλκοόλ.
Είχε περάσει πολλές νύχτες να ψάχνει στα λεξικά τη λέξη εξαφάνιση, να ανοίγει εγκυκλοπαίδειες, να ρωτάει τους συμμαθητές της αν και οι δικοί τους μπαμπάδες εξαφανίστηκαν και επέστρεψαν. Για αρκετά χρόνια πίστευε πως η εξαφάνιση του μπαμπά της ήταν ένα μαγικό, ένα κακό ξόρκι που θα έσπαγε αν εκείνη έβγαζε καλούς βαθμούς, διέπρεπε στις εξωσχολικές της δραστηριότητες και δε στεναχωρούσε τη μανούλα.
Κάθε Πρωτοχρονιά στεκόταν μπροστά απο το τζάκι, τη μαγική πύλη όπως συνήθιζε να τη φαντάζεται και περίμενε να εμφανιστεί ο πατέρας της.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, άνοιξε το ντουλάπι με μακαρόνια όπου και συνήθιζε να φυλάει για special occasions ενα πακέτο Davidoff.
Μέσα στο πακέτο είχαν μείνει 2 τσιγάρα.
Επέστρεψε στο σαλόνι και κάθισε μπροστά στο σβηστό τζάκι. Είχε στολίσει το εσωτερικό του με κεριά κανέλας, ενω πάνω στην καμινάδα είχε τοποθετήσει μια μπορντό κάλτσα με ένα τάρανδο που κρατούσε ένα πέταλο και έγραφε ευτυχισμένο το 2019.
Πήρε ένα Davidoff στα χέρια της και θυμήθηκε που συνήθιζε να καπνίζει το τσιγάρο της παρέα με τον Γεράσιμο.
Κάθονταν τα ατελείωτα βράδια που αυτός γυρνούσε απο το μαγαζί και λίγο πριν κοιμηθούν, την έπαιρνε αγκαλιά μπροστα απο το παράθυρο με θέα τη θάλασσα και κάπνιζαν μαζί το ίδιο τσιγάρο.
Το θεωρούσε μια στιγμή τεράστιας οικειότητας μεταξύ τους, πολύ μεγαλύτερη απο τις στιγμές που έτρωγαν μαζί ή πήγαιναν διακοπές ή έκαναν έρωτα.
Σε αυτήν την προσωπική τους ιεροτελεστία δε χρειαζόταν να μιλήσουν, αρκούσε μόνο το άγγιγμα των χεριών τους για να πάρει ο ενας το τσιγάρο απο τα χέρια του άλλου.
Χαμογέλασε γλυκόπικρα, της έλειπε πολύ αυτή η κακή συνήθεια τους τελευταίους 6 μήνες που ο Γιάννης εξαφανίστηκε.
«Μόνο εγώ φταίω» είπε σχεδόν εξομολογητικά στον εαυτό της.
Είχε απολυθεί απο τη δουλειά της και ήταν σε κατάσταση πανικού. Την ενοχλούσαν τα άπλυτα του ρούχα που ξεχείλιζαν απο το καλάθι ή το κανάλι της τηλεόρασης που κάθε φορά που άνοιγε την τηλεόραση το έβρισκε στη nova, στα αθλητικά.
Περνούσε πολλές ώρες μόνη της μέσα στο σπίτι να στέλνει βιογραφικά, να κάνει σκέψεις, να θυμώνει μόνη της, να απογοητεύεται μόνη της, να τρώει, να κοιμάται. Τα βράδια που εκείνος επέστρεφε και αποζητούσε λίγη οικειότητα εκείνη έβγαζε το σκύλο βόλτα και μετά γυρνούσε να ξαπλώσει. Μέρα με την ημέρα, οι δυο αυτοί αγαπημένοι άνθρωποι μεταμορφώνονταν σε δυο ξένους που απλά μοιράζονταν τα κοινόχρηστα και τα ψώνια του σουπερμάρκετ.
3 μήνες μετά που κατάφερε να βρει δουλειά θυμήθηκε πως είχε γυρίσει στο σπίτι όλο χαρά, είχε μαγειρέψει κανελόνια με κιμά, είχε αγοράσει και ενα κοκκινο κρασί και τον περίμενε να επιστρέψει απο τη δουλειά του.
Εκείνος δεν επέστρεψε ποτέ. Τον κάλεσε στο κινητό του αλλά δεν πήρε απάντηση. Του έστειλε μηνύματα, επικοινώνησε με τους δικούς του και δεν ήξεραν που βρίσκεται.
Ο Γιάννης είχε φύγει. Ούτε σημείωμα ούτε τίποτα. Δεν είχε πάρει καν τα πράγματα του. Ο Γιάννης δεν άντεξε και απλά εξαφανίστηκε.
Πήρε το δεύτερο τσιγάρο στα χέρια της κι αφού έκανε δυο τζούρες έτσι όπως ήταν αναμμένο το πέταξε μέσα στο τζάκι.
Μετά έχωσε το κεφάλι της μέσα στην καμινάδα για να δει αν θα πέσει κάποιος. Ο πατέρας της, ο Γιάννης, άλλωστε το ίδιο ήταν.
The post Όνταγιρ (أنتظر ) σημαίνει περιμένω… appeared first on e-stories by m.e.